Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia – Το Νόημα των Στίχων
Το ποίημα «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia» του Νίκου Καββαδία αποτελεί ένα πολυεπίπεδο έργο που συνδυάζει προσωπικές εμπειρίες και μυθοπλασία. Γράφτηκε το 1951 κατά τη διάρκεια ταξιδιού του ποιητή με το επιβατηγό πλοίο s/s Cyrenia προς την Αυστραλία και αφιερώθηκε στην ανιψιά του, Έλγκα Καββαδία-Χατζοπούλου, η οποία του είχε ζητήσει ένα ποίημα για «εφτά νυχτοπερπατητές». Οι «εφτά νυχτοπερπατητές» προέρχονται από το μυθιστόρημα «Quentin Durward» του Sir Walter Scott. Εκεί, αναφέρονται ως δαιμονικά όντα ενώ στο ποίημα είναι ναυτικοί, που παρότι μοιάζουν περιθωριακοί ή «καταραμένοι», διατηρούν μια παράδοξη αθωότητα και μια ποιητική διάσταση. Μέσα από την αλληγορική αυτή μεταμόρφωση, ο Καββαδίας δίνει στους «νάνους» του μια βαθύτερη, υπαρξιακή υπόσταση: είναι οι αιώνιοι ταξιδιώτες της θάλασσας, αποκομμένοι από την ξηρά και τους κοινωνικούς κανόνες, ζώντας στο περιθώριο…αλλά και στην ελευθερία.
Όπως ίσως γνωρίζεις, το ποίημα μελοποιήθηκε από τον αγαπημένο Θάνο Μικρούτσικο.
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Εδώ, ο ποιητής προειδοποιεί για την επικινδυνότητα της θάλασσας («μην το ζορίζεις»), υπονοώντας την ανάγκη σεβασμού των φυσικών δυνάμεων. Η αναφορά στους εφτά που «χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη» μπορεί να υποδηλώνει τη μικρή τους διάσταση ή την ευθραυστότητα της ύπαρξής τους. Η αναφορά στις «κάμαρες κλειστές» και τη μυρωδιά της στεριάς φέρνει στο νου τη νοσταλγία για τη γη και την απομόνωση της ζωής στη θάλασσα. Ο μικρότερος που «αχολογάει μ’ ένα καλάμι» μπορεί να συμβολίζει την αθωότητα ή την παιδικότητα. Ο πιο νέος είναι και πιο ανέμελος.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Οι δραστηριότητες των νάνων σκιαγραφούνται με τρόπο που αποτυπώνει τη ρουτίνα και τις δυσκολίες της ναυτικής ζωής: ο Σημ επιμελείται τη μηχανή, ο Ρεκ κρατά το τιμόνι, ο Γκόμπυ προσπαθεί να προλάβει τη μαλάρια και ο Χαράμ ζυμώνει. Μέσα από αυτές τις εικόνες, ο Καββαδίας δεν περιγράφει απλώς τις πράξεις τους, αλλά χτίζει σταδιακά μια ατμόσφαιρα, που ενισχύει τη ρεαλιστικότητα και προετοιμάζει δραματουργικά το έδαφος για την κορύφωση του ποιήματος.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Η κίνηση από το ποδόσταμο στη γαλέτα υποδηλώνει την ελευθερία και την ευελιξία των νάνων. Η αναφορά στην «κόρη ξανθή και γαλανή» πιθανώς αναφέρεται στην ανιψιά του ποιητή, Έλγκα, και την επιθυμία του να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Ραμάν παρουσιάζεται ως μάγος που μπορεί να επηρεάσει τα αστέρια, ίσως υποδηλώνοντας την επιθυμία για αλλαγή μοίρας ή κατεύθυνσης (να τον φέρει κάτω από ένα δέντρο). Η αναφορά στο «σταυρωτό του νότου αστέρι» σχετίζεται με τον αστερισμό του Σταυρού του Νότου, σημαντικό σημείο αναφοράς για τους ναυτικούς.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Ο Τοτ, παρά την αναπηρία του, συνεχίζει να εργάζεται, δείχνοντας την ανθεκτικότητα των ναυτικών. Οι αναφορές στις βιβλικές μορφές Εσθήρ και Ρουθ μπορεί να υποδηλώνουν την επιρροή θρησκευτικών ή ιστορικών μορφών στη ζωή του πληρώματος. Η ερώτηση «Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;» μάλλον αναφέρεται στο πλήθος των ναυτών του S/S Cyrenia και μπορεί να υπονοεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί.
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Ο Σάλαχ, ο κουφός ναύτης, ενσαρκώνει την εικόνα της βουβής, επίμονης εργασίας και της αθόρυβης αντοχής. Παρά την αναπηρία του, συνεχίζει απρόσκοπτα τα καθήκοντά του, συμβολίζοντας όλους εκείνους που, χωρίς λόγια, φέρουν ακούραστα τα βάρη της ζωής. Το «ξυστρί» (εργαλείο καθαρισμού) και η «μοράβια» (σκουριά) μετατρέπονται σε ισχυρά σύμβολα: η ανάγκη για κάθαρση δεν είναι απλώς σωματική ή αισθητική, αλλά βαθιά υπαρξιακή. Η σπαρακτική φράση «Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει» φανερώνει μια πληγή που δεν γιατρεύεται με επιφανειακό καθαρισμό, αλλά μαρτυρά τη φθορά της ψυχής και της ανθρώπινης μοίρας. Ο συγκινητικός διάλογος ανάμεσα στη μάνα και τον γιο, που επιλέγει τη θάλασσα, υπογραμμίζει την αίσθηση του αναπόφευκτου και της κληρονομικότητας: το ναυτικό πεπρωμένο που περνά από γενιά σε γενιά ως φυγή, ως λύτρωση και ταυτόχρονα ως καταδίκη.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…
Ο πιο στερνός μ’ έναν αυλό με νανουρίζει.
Στο σημείο αυτό, η αφήγηση αποκτά συλλογικό τόνο: «μαζί με τους εφτά κατηφοράμε» — η φράση δηλώνει μια κοινή πορεία, όχι μόνο κυριολεκτική αλλά και βαθιά υπαρξιακή. Η κάθοδος υποδηλώνει μοίρα, φθορά, θάνατο ή και λήθη· ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, βαρύ από την επίγνωση του τέλους. Τα στοιχεία της φύσης, όπως η «βροχή» και «ο καιρός», λειτουργούν συμβολικά: δεν περιγράφουν απλώς τον εξωτερικό κόσμο, αλλά αντανακλούν τις μεταβαλλόμενες και επιβαλλόμενες συνθήκες της ζωής, τις δυσκολίες που κυριαρχούν και καθορίζουν την ύπαρξη. Η φράση «Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα» φέρει έντονα φορτισμένο συναισθηματικό βάρος — μπορεί να υποδηλώνει την απουσία ενός αγαπημένου προσώπου, την απώλεια της πατρίδας ή την ανάμνηση μιας ζωής πριν από τη θάλασσα. Τέλος, ο πιο στερνός νάνος, που παίζει τον αυλό και νανουρίζει, μοιάζει να ενσαρκώνει τη μετάβαση: το νανούρισμα είναι κατευναστικό, αλλά και προανάκρουσμα του τέλους. Πρόκειται για έναν λυρικό αποχαιρετισμό στη ζωή, έναν ήσυχο ύμνο στην παραίτηση και την εσωτερική λύτρωση, ίσως και στον θάνατο…
Ανακάλυψε περισσότερες αναλύσεις στίχων από ποιήματα και τραγούδια εδώ.