Γιάννης Ρίτσος
Ο Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990) ήταν σπουδαίος Έλληνας ποιητής. Απέκτησε διεθνή φήμη και προτάθηκε για Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1975. Πολλά από τα ποιήματα του, μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη (τα γνωστότερα εξ αυτών είναι ο”Επιτάφιος” και η “Ρωμιοσύνη”).
Από μικρή ηλικία, είχε δείξει την κλίση του στην ποίηση και στις τέχνες γενικότερα. Έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών και του άρεσε πολύ να ζωγραφίζει και να παίζει πιάνο. Η οικογένεια του γνώρισε την οικονομική καταστροφή το 1917 και ουσιαστικά βρέθηκαν όλοι να παλεύουν για τα προς το ζην. Το 1921 έχασε την μητέρα και τον αδερφό του από φυματίωση και το 1925 πήγε στην Αθήνα μαζί με την αδερφή του, τη Λούλα. Προσβλήθηκε και ο ίδιος από φυματίωση και έμεινε 1 χρόνο στην κλινική Παπαδημητρίου και 3 χρόνια στο σανατόριο «Σωτηρία».
Ασθένεια & Επιτάφιος
Εκεί γνώρισε την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και άρχισαν να ανταλλάσουν ποιήματα. Έπειτα, μεταφέρθηκε στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας όπου οι συνθήκες ήταν άθλιες. Είχε δηλώσει πως εκεί αισθάνθηκε για πρώτη φορά εντολοδόχος, υπεύθυνος για τον κόσμο. Κατήγγειλε τις συνθήκες διαβίωσης και μεταφέρθηκε στο σανατόριο του Αγίου Ιωάννη. Το 1931 επέστρεψε στην Αθήνα. Ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Σκηνοθέτησε παραστάσεις, εργάστηκε σαν ηθοποιός και χορευτής. Το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ και άρχισε να αρθρογραφεί στον Ριζοσπάστη με το ψευδώνυμο Σοστιρ (το Ριτσος γραμμένο ανάποδα). Το 1936, έπειτα από τη βίαια καταστολή μιας μεγάλης καπνεργατικής απεργίας, κυκλοφορεί η φωτογραφία μιας μάνας που θρηνεί το νεκρό παιδί της. Αυτή η εικόνα συγκλονίζει αλλά και εμπνέει τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος τότε γράφει τον Επιτάφιο. Το 1937 πεθαίνει η πολυαγαπημένη του αδερφή και της αφιερώνει «Το τραγούδι της αδελφής μου», το οποίο εντυπωσίασε ακόμα και τον Κώστα Καβάφη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, είναι κατάκοιτος λόγω της ασθένειάς του.
Από την εξορία ως το Πολυτεχνείο
Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη» ενώ από το 1948 μέχρι το 1952 ζει εξόριστος στο Κοντοπούλι, τη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Εξέχουσες προσωπικότητες ανά τον κόσμο (Πάμπλο Νερούδα, Πάμπλο Πικάσο κ.α.) βρέθηκαν στο πλευρό του και προσπάθησαν να βοηθήσουν στην απελευθέρωσή του. Το 1952 πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ, ενώ λίγο αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε μία κόρη. Το 1956 θα εκδοθεί η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», η οποία απογειώσει την φήμη του. Μάλιστα, ο γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν θα δηλώσεις ότι ο Γιάννης Ρίτσος είναι «ο μεγαλύτερος -εν ζωή- ποιητής του καιρού μας». Εκείνα τα χρόνια, αναλαμβάνει τις μεταφράσεις σπουδαίων ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάντρ Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.α. Στο πραξικόπημα του 1967, αρνείται να εγκαταλείψει την Αθήνα παρά τις προτροπές των γνωστών του. Έτσι, θα συλληφθεί και καθόλη τη διάρκεια της χούντας θα ζει απομονωμένος είτε στην Αθήνα είτε στη Σάμο στο σπίτι της γυναίκας του. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Μεταπολίτευση και η απόλυτη αναγνώριση
Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης θα αρχίσει να ξαναγράφει ποιήματα και τα επόμενα χρόνια θα κερδίσει παγκόσμια αναγνώριση. Το 1975 τιμήθηκε με το γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί» και το 1976 με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα, ενώ το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.
Το 1984 ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης Θεσσαλονίκης και το 1987 ο δήμαρχος της Αθήνας του δίνει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της Πόλης. Αργότερα, ταξιδεύει στην Κύπρο, και του δίνεται ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ΄.
Πέθανε το 1990 αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο με περισσότερες από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα, 4 θεατρικά έργα και πολυάριθμες μεταφράσεις.