Νίκος Καζαντζάκης

Νίκος Καζαντζάκης

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957) ήταν Έλληνας συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, δημοσιογράφος και πολιτικός. Αδιαμφισβήτητα, συγκαταλέγεται στους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και τα έργα του έχουν μεταφραστεί περισσότερο από κάθε άλλον.  Είναι ο συγγραφέας των αριστουργημάτων «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», και «ο φτωχούλης του Θεού». 

Γέννηση στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη

Γεννήθηκε στο Χάνδακα της Κρήτης (σημερινό Ηράκλειο) το 1883. Εκείνη την εποχή, η Κρήτη ήταν ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Σε ηλικία 14 ετών, γράφτηκε στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο. Εκεί, έμαθε γαλλικά και ιταλικά. Αργότερα, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου πήρε το δίπλωμά του διδάκτορα της Νομικής με άριστα, το 1906.

Οι πρώτες του δουλειές & το Παρίσι

Η πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα γίνεται το 1906 με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Τότε, παρουσιάζει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Όφις και Kρίνο», το πρώτο δοκίμιο με τίτλο «H Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο θεατρικό έργο, με τίτλο Ξημερώνει.

Την επόμενη χρονιά θα μετακομίσει στο Παρίσι για να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στα νομικά. Εκεί, παρακολουθεί τις διαλέξεις του σπουδαίου γάλλου φιλόσοφου Ανρί Μπεργκσόν και παράλληλα αρχίζει τη μελέτη του έργου του Νίτσε. 

Εκπαιδευτικός Όμιλος & Άγγελος Σικελιανός

Το 1910, μία ομάδα αποτελούμενη από λογοτέχνες, εκπαιδευτικούς και πολιτευόμενους (μεταξύ αυτών και ο Νίκος Καζαντζάκης) ιδρύουν τον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Ο στόχος του ομίλου είναι η συγγραφή διδακτικών βιβλίων στη δημοτική γλώσσα και η σύσταση ενός Πρότυπου Δημοτικού Σχολείου, στο οποίο θα έχουν άμεση εφαρμογή οι ιδέες του δημοτικιστικού κινήματος. Εκεί, θα γνωρίσει το 1914 τον Άγγελο Σικιελιανό, με τον οποίο θα αναπτύξει μία σημαντική φιλία. Θα αρχίσουν να ταξιδεύουν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας (στο Άγιο Όρος θα μείνουν 40 μέρες) και θα αποκομίσουν μαζί διάφορες εμπειρίες, τις οποίες ο Καζαντζάκης παρουσιάζει αργότερα στα έργα του. 

Ταξίδια, Ασκητική & δικαστήρια

Αφού μεσολαβήσουν κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να κατεβάσει ξύλα από το Άγιο Όρος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα τον διορίσει Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου το 1919. Έπειτα, θα πραγματοποιήσει δημοσιογραφικά ταξίδια σε πάρα πολλές χώρες ανά τον κόσμο, ώσπου το 1927 να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί στην Αίγινα. Εκεί, ξεκινάει την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του «Ταξιδεύοντας», ενώ την ίδια εποχή το περιοδικό Αναγέννηση, δημοσιεύει το σπουδαίο φιλοσοφικό έργο του, «Ασκητική».

Το 1927, τον προσκαλεί η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, στις εκδηλώσεις για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Πηγαίνει στη Μόσχα όπου γνωρίζει τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, Παναΐτ Ιστράτι. Μαζί με τον Ιστράτι μιλούν το 1928 στην Αθήνα, σε μία εκδήλωση στην οποία αναφέρονται με θαυμασμό στη Σοβιετική Ένωση. Διώκεται δικαστικά αλλά η δίκη δεν γίνεται ποτέ. Το 1929 απομονώνεται σε ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί, ολοκληρώνει στα Γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba και Kapétan Élia. Το 1930 κατηγορείται για αθεϊσμό (για την Ασκητική) αλλά ούτε αυτή η δίκη θα γίνει.

Θεία Κωμωδία, Οδύσσεια, Ζορμπάς

Το 1931 επιστρέφει ξανά στην Αίγινα και αναλαμβάνει τη συγγραφή ενός γαλλο-ελληνικού λεξικού αλλά και τη μετάφραση από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Αργότερα, θα επισκεφτεί την Κίνα και την Ιαπωνία και θα καλύψει τον Ισπανικό εμφύλιο του 1936 ως απεσταλμένος της «Καθημερινής» και το 1938 θα ολοκληρώσει την «Οδύσσεια», πάνω στην οποία είχε δουλέψει 13 ολόκληρα χρόνια. Στην κατοχή, συνεργάζεται με τον Ιωάννη Κακριδή και μεταφράζουν την Ιλιάδα ενώ το 1943 ολοκληρώνει το μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Πολιτική & Γάμος

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ανέλαβε την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης και διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη για λίγους μήνες. Το 1945 παντρεύτηκε την Ελένη Σαμίου με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.

Νόμπελ, UNESCO & γάμος

Το 1947 ήταν η πρώτη από τις συνολικά 9 φορές που προτάθηκε για βραβείο Νόμπελ. Η υποψηφιότητά του όμως πολεμήθηκε από συντηρητικούς κύκλους με αποτέλεσμα να μην κερδίσει ποτέ το βραβείο. Το 1947 εργάζεται στην UNESCO με σκοπό τη γεφύρωση των πολιτισμών μέσω της μετάφρασης κλασικών λογοτεχνικών έργων. Θα παραιτηθεί όμως ένα χρόνο αργότερα και θα μείνει στην Αντίμπ της Γαλλίας για να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στο λογοτεχνικό του έργο. 

Κατηγορίες από την Εκκλησία

Ήδη από το 1928, υπήρχαν αντιδράσεις ενάντια στον Νίκο Καζαντζάκη. Τότε, ο επίσκοπος Σύρου Αθανάσιος είχε καταδικάσει την Ασκητική.  Το 1953 κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, για το μυθιστόρημα «Kαπετάν Mιχάλης». Οι αντιδράσεις εναντίον του πληθαίνουν την επόμενη χρονιά, όταν και η Ιερά Σύνοδος αποφαίνεται πως κακοποιεί το πρόσωπο του Ιησού Χριστού στο εμβληματικό έργο του, «ο Τελευταίος Πειρασμός». Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που θέλει να τονίσει τη μάχη της θείας και της ανθρώπινης φύσης Του, το οποίο δεν είχε κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.

Η απάντηση του Καζαντζάκη ήταν: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Εν τέλει, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν προχώρησε στον αφορισμό του σπουδαίου συγγραφέα, μιας και αυτό έβρισκε αντίθετο τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη, Αθηναγόρα.

Ακόμα, ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο Καζαντζάκης απάντησε και εκεί με ένα λιτό τηλεγράφημα που περιείχε τη φράση του χριστιανού απολογητού Τερτυλλιανού «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». 

Θάνατος & κηδεία

Από το 1953, είχε χάσει την όρασή του από το δεξί μάτι, λόγω μίας μόλυνσης. Το 1957, πέθανε στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας καθώς η υγεία του είχε κλονιστεί μετά από ένα ακόμα ταξίδι στην Κίνα. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα και η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. Η αίτηση της απορρίφθηκε από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος με την δικαιολογία πως φοβόταν επεισόδια. Τελικά, μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο με αεροσκάφος που διέθεσε ο Αριστοτέλης Ωνάσσης. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος τέλεσε λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά μαζί με 17 ακόμα ιερείς. Ωστόσο, δεν συμμετείχαν στην ταφή κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. 

Όπως είχε ζητήσει ο ίδιος, στον τάφο του χαράχτηκε η φράση  «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος», από την Ασκητική.